- νησσοτροφείο(ν)
- το утиная ферма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νησσοτροφείο — το (Α νησσοτροφεῑον) χώρος με κατάλληλες εγκαταστάσεις όπου εκτρέφονται πάπιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα «πάπια» + τροφεῖο(ν) (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ορνιθο τροφείο] … Dictionary of Greek